- υδρομυελία
- η, Νιατρ. η λόγω υπερβολικής συλλογής εγκεφαλονωτιαίου υγρού διάταση τού κεντρικού σωλήνα τού νωτιαίου μυελού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydromyelie (< υδρ[ο]-* + -μυελία < μυελός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.